rosilho - ορισμός. Τι είναι το rosilho
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι rosilho - ορισμός


Rosilho      
adj.
Diz-se do cavallo, cujo pêlo branco e avermelhado produz o aspecto da côr rosada.
(Cast. "rosillo")
rosilho      
adj (cast rosillo) Diz-se do cavalo que tem o pêlo avermelhado e branco, produzindo a impressão da cor rosada
R.-atavanado: rosilho em que os pêlos brancos sobressaem mais do que os vermelhos
R.-claro: rosilho em que predominam os pêlos claros, com um tom rosado mais aberto
R.-escuro: rosilho em que predominam os pêlos vermelhos, formando uma cor rosada mais escura.
rosilho      
adj.s.m. (-1574 cf. JCLDiu)
1 que ou o que tem o pêlo avermelhado entremeado de branco, o que dá um aspecto de cor rosada (diz-se de cavalo)
2 p.ext. diz-se de ou animal, esp. bovino ou eqüino, cujo pêlo é entremeado de fios brancos F cf. rucilho
-etim esp. rosillo (939) 'id.', de um lat.vulg. rosèllus , formado com a raiz de rosèus 'id.', aplicado à cor do cavalo, este der. de rosa,ae 'rosa'; ver ros(i)- ; f.hist. 1651 russilho